βοσκίζω
Смотреть что такое "βοσκίζω" в других словарях:
βοσκίζω — βόσκω, τρέφω ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. < (αόρ.) εβόσκησα, που συνέπεσε φωνητικά με τον σε ισα αόρ. των ρημάτων σε ίζω (πρβλ. πάσχω επάσκησα πασκίζω)] … Dictionary of Greek
βοσκίζω — βόσκω, τρέφω ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. < (αόρ.) εβόσκησα, που συνέπεσε φωνητικά με τον σε ισα αόρ. των ρημάτων σε ίζω (πρβλ. πάσχω επάσκησα πασκίζω)] … Dictionary of Greek